- επισπαστήρ
- (-ήρος) ο рукоятка, ручка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επισπαστήρ — ἐπισπαστήρ, ὁ (Α) 1. το χερούλι τής πόρτας 2. αλιευτικό σχοινί για το τράβηγμα τού διχτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επισπώ + επίθημα τηρ (πρβλ. στεγασ τήρ)] … Dictionary of Greek
ἐπισπαστήρ — latch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπαστῆρα — ἐπισπαστήρ latch masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπαστῆρες — ἐπισπαστήρ latch masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπαστῆρσι — ἐπισπαστήρ latch masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπαστήρων — ἐπισπαστήρ latch masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσπαστρον — ἐπίσπαστρον, τὸ (AM) [επισπώ] έπισπαστήρ αρχ. 1. σχοινί 2. παραπέτασμα («καὶ ποιήσεις ἐπίσπαστρον τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας», ΠΔ) … Dictionary of Greek